ἐπιλαρχίας

ἐπιλαρχίας
ἐπιλαρχίᾱς , ἐπιλαρχία
double
fem acc pl
ἐπιλαρχίᾱς , ἐπιλαρχία
double
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επίλαρχος — ο αξιωματικός τού ιππικού επικεφαλής επιλαρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίλ αρχος (< ίλη + άρχω)] …   Dictionary of Greek

  • Φλέσσας — Επώνυμο οικογένειας της Πελοποννήσου, της οποίας το όνομα συνδέεται με τους αγώνες των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Γεώργιος Φ. του Παναγιώτη, που γεννήθηκε στην Πολιανή της επαρχίας Λεονταρίου (1716). Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”